Ο μονόδρομος της ηλεκτροκίνησης που έχει αναγκαστεί να ακολουθήσει η αυτοκινητοβιομηχανία, τελικά έχει πολλά εμπόδια στο ευρωπαϊκό πέρασμά του.
Η συνεχώς αυξανόμενη εμφάνιση νέων ηλεκτρικών αυτοκίνητων, δεν συνοδεύεται, στην Ευρώπη, με αντίστοιχη αύξηση του μεριδίου τους στην αγορά. Αντίθετα, το τελευταίο διάστημα, παρατηρείται μια συνεχής τάση συρρίκνωσης των πωλήσεων τους. Με τους αγοραστές να στρέφονται στα υβριδικά.
Αν εξαιρέσουμε κάποιες χώρες, όπως το Βέλγιο, στις περισσότερες οι ταξινομήσεις των επαναφορτιζόμενων οχημάτων έχουν «φρενάρει». Όπως στην Ελλάδα, που τα ηλεκτροκίνητα έχουν σταθεροποιηθεί κοντά στο 10%.
Σε αρκετές χώρες παρουσιάζουν και μείωση σε σχέση με το 2023. Με αποτέλεσμα, το συνολικό μερίδιο της αγοράς των ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση να βρίσκεται κοντά στο 13%. Παρουσιάζοντας πτώση σε σχέση με το 2023.
Η εξέλιξη αυτή φυσικά στέλνει ένα εξαιρετικά ανησυχητικό μήνυμα στη βιομηχανία και στους υπεύθυνους χάραξης της πολιτικής γενικότερα.
Γιατί όλες οι αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν αναγκαστεί να κάνουν τεράστιες επενδύσεις στην ηλεκτροκίνηση. Με στόχο βέβαια να ανταποκριθούν στους αυστηρούς κανονισμούς για τη μείωση των ρύπων. Κάτι που τελικά δεν φαίνεται εφικτό.
Έτσι, οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές αυτοκινήτων, καλούν τώρα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να υποβάλουν επείγοντα μέτρα ανακούφισης. Πριν βέβαια τεθούν το 2025, σε ισχύ οι νέοι στόχοι για το CO2 σε αυτοκίνητα και φορτηγά.
Επιπλέον, καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προωθήσει τις αναθεωρήσεις του σχετικού κανονισμού που προγραμματίζονται για το 2026 και το 2027.
Η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία βέβαια υποστηρίζει τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για την απαλλαγή από τις ανθρακούχες μεταφορές το 2050. Γι΄αυτό άλλωστε έχει επενδύσει δισεκατομμύρια για να φέρει ηλεκτρικά οχήματα στην αγορά.
Διαπιστώνεται όμως, ότι η μόνο η τεχνολογία και η διαθεσιμότητα οχημάτων μηδενικών εκπομπών δεν αρκούν. Παίζουν το ρόλο τους σε αυτή τη μετάβαση αλλά, τα άλλα απαραίτητα στοιχεία για αυτήν τη συστημική αλλαγή δεν υπάρχουν.
Σημαντικός επιβαρυντικός παράγοντας είναι η ταχεία διάβρωση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ, όπως επιβεβαιώνεται στην έκθεση Ντράγκι.
Με αποτέλεσμα, η αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων βρίσκεται πλέον σε μια συνεχή καθοδική τροχιά.
Για να επιτευχθεί η απαραίτητη ώθηση στην παραγωγή και την υιοθέτηση οχημάτων μηδενικών εκπομπών, χρειάζονται πολλά. Με σημαντικότερες τις υποδομές φόρτισης. Καθώς και ένα πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον παραγωγής. Ώστε η πράσινη ενέργεια να γίνει πιο προσιτή.
Με περισσότερα κίνητρα αγοράς και φορολογίας. Αλλά και ασφαλέστερη προμήθεια πρώτων υλών και μπαταριών. Γιατί είναι ξεκάθαρο ότι η αποδοχή των καταναλωτών και η εμπιστοσύνη στις υποδομές δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς.
Επιπλέον, οι ισχύοντες κανόνες για τη μείωση των εκπομπών CO2, δεν λαμβάνουν υπόψη τη βαθιά αλλαγή στο γεωπολιτικό και οικονομικό κλίμα τα τελευταία χρόνια.
Η αρκετά πιθανή μη επίτευξη των στόχων πάντως, θα επιβαρύνει στις αυτοκινητοβιομηχανίες με πρόστιμα πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ. Τα οποία διαφορετικά, θα μπορούσαν να επενδυθούν στη μετάβαση στις μηδενικές εκπομπές ρύπων.
Τα πρόστιμα αυτά ίσως αναγκάσουν τις εταιρείες σε περικοπές παραγωγής. Άρα και σε απώλειες θέσεων εργασίας. Αποδυναμώνοντας έτσι την ευρωπαϊκή αλυσίδα εφοδιασμού. Και όλα αυτά σε μια εποχή που η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία αντιμετωπίζει σκληρό ανταγωνισμό. Κυρίως από την από την Κίνα.
Πλέον γίνεται αντιληπτό σε όλους, ότι ο κλάδος δεν έχει την πολυτέλεια να περιμένει την αναθεώρηση των κανονισμών για το 2026 και το 2027. Χρειάζεται επείγουσα και ουσιαστική δράση τώρα.
Γιατί αν δεν αντιστραφεί η πτωτική τάση στην αγορά των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, το βιομηχανικό μέλλον της Ευρώπης θα…βραχυκυκλώσει.
Και η βιαστική μετάβαση στις μηδενικές εκπομπές ρύπων, ίσως προκαλέσει «ηλεκτροπληξία» στην αυτοκινητοβιομηχανία της Ευρώπης. Την οποία έτσι κι αλλιώς την έχει βάλει στην…πρίζα η Κίνα.