Η διαρκώς εξαπλούμενη επιτυχία του Mustang στις ΗΠΑ, είχε ωθήσει στα τέλη του 1964 την Ford να εξετάσει το ενδεχόμενο της παραγωγής και στην Ευρώπη ενός μοντέλου αντίστοιχης φιλοσοφίας, με μακρύ καπώ εμπρός και κοντό πίσω, που θα διέθετε σπορ χαρακτηριστικά, αλλά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως οικογενειακό.
Με τις πρώτες σχεδιαστικές προτάσεις να προέρχονται από την αμερικανική Ford, αλλά τις καθοριστικές παρεμβάσεις από τα εργοστάσια της εταιρίας στη Βρετανία και στη Γερμανία, το 1966 δόθηκε το «πράσινο φως», μαζί με κεφάλαιο 20 εκατομμυρίων δολαρίων, προκειμένου να εξελιχθεί το νέο μοντέλο. Με την αρχική ονομασία Colt, που σύντομα αποσύρθηκε αφού ήδη την χρησιμοποιούσε η Mitsubishi, πήρε το 1967 την οριστική ονομασία του ως Capri. Βέβαια και αυτό το όνομα είχε την «ιστορία» του, αφού προερχόταν από την σπορ έκδοση ενός παλαιότερου μοντέλου της βρετανικής Ford, αλλά και ενός ακόμη παλαιότερου της αμερικανικής Lincoln (που ανήκε στην Ford).
Δεδομένου ότι θα έπρεπε να είναι ένα πανευρωπαϊκό αυτοκίνητο, αποφασίστηκε να κατασκευάζεται τόσο στο εργοστάσιο στο Χέιλγουντ του Λίβερπουλ, όσο και στο εργοστάσιο της Κολωνίας. Η παραγωγή είχε ξεκινήσει στα τέλη του 1968 και η διάθεση του από τις αρχές του 1969, με την ταυτόχρονη παρουσίαση του στους δημοσιογράφους των μεγαλύτερων αυτοκινητιστικών περιοδικών, που είχε πραγματοποιηθεί στην Κύπρο.
Η διαφήμιση της Ford ανέφερε το Capri ως «το αυτοκίνητο που ανέκαθεν είχατε υποσχεθεί στον εαυτό σας», ενώ για τους δημοσιογράφους ήταν «το παιδί του καιρού του», αφού κανένα άλλο ευρωπαϊκό αυτοκίνητο εκείνης της περιόδου δεν ήταν αντιπροσωπευτικότερο της ιδέας ενός GT με 2+2 πραγματικές θέσεις και μάλιστα σε προσιτή τιμή αγοράς.
Όσον αφορά τους κινητήρες, αποφασίστηκε να είναι αυτοί που ήδη κατασκευαζόταν στην κάθε χώρα παραγωγής του αυτοκινήτου. Έτσι, το βρετανικό εργοστάσιο θα χρησιμοποιούσε τους κινητήρες της σειράς των Consul Cortina/Corsair, Zephyr και Zodiac και το γερμανικό εργοστάσιο αυτούς της σειράς “M” (πρώην Taunus). Στην πρώτη περίπτωση τα Capri θα ήταν εφοδιασμένα με τους 4-κύλινδρους σε σειρά των 1.298, 1.599 και 1.996 κ.ε., με ιπποδυνάμεις από 52 μέχρι 93 ίππους και τους 6-κύλινδρους σε σχήμα V, των 2.994 κ.ε. και 128 ίππων (που μπορούσαν να αυξηθούν μέχρι τους 146). Από την άλλη, στη δεύτερη περίπτωση υπήρχαν οι 4-κύλινδροι V των 1.305, 1.498 και 1.699 κ.ε. με αποδόσεις από 63 μέχρι 90 ίππους, αλλά και οι 6-κύλινροι, επίσης σε σχήμα V, με 1.998 και 2.293 κ.ε. απόδοσης από 85 μέχρι 126 ίππους. Σύντομα όμως ακολούθησαν και τα δυνατότερα RS2600, 3000 GT και 3000E, που έφεραν και τις πρώτες αγωνιστικές επιτυχίες.
Βασισμένο στο πάτωμα του Cortina και σύστημα διεύθυνσης προερχόμενο από το Escort, το Capri διέθετε καλοσχεδιασμένους εσωτερικούς χώρους και χαμηλά τοποθετημένες θέσεις, προσφέροντας στον κάτοχο του την αίσθηση οδήγησης ενός GT. Το πλεονέκτημα ήταν ότι αυτό επιτυγχάνονταν δίχως το υψηλό κόστος απόκτησης και συντήρησης ενός «εξωτικού» σπορ αυτοκινήτου, ενώ η προσφορά του σε τόσο μεγάλη ποικιλία κυβισμού κινητήρων, με το ίδιο ουσιαστικά αμάξωμα, βοηθούσε στην απόκτηση του από όλα τα πορτοφόλια.
Η εμπορική επιτυχία υπήρξε άμεση, με αποτέλεσμα μόλις μέχρι τον Απρίλιο του 1970 να έχουν κατασκευαστεί συνολικά και από τα δύο εργοστάσια 275.000 αυτοκίνητα, ένα ποσοστό από τα οποία (με διαφορετικές προδιαγραφές) είχαν προορισμό την αγορά των ΗΠΑ. Το εκατομμυριοστό αυτοκίνητο βγήκε από τις εγκαταστάσεις της Κολωνίας τον Αύγουστο του 1973 και για τιμητικούς λόγους ήταν ένα RS 2600.
Βέβαια με την πάροδο των χρόνων υπήρξαν επί μέρους βελτιώσεις και προκειμένου να ανανεωθεί το αγοραστικό ενδιαφέρον , τον Φεβρουάριο του 1974 παρουσιάστηκε η δεύτερη σειρά. Χαρακτηρίστηκε σαν «το ίδιο δώρο σε διαφορετικό περιτύλιγμα» αφού, εκτός από τις αναρτήσεις, η τεχνική συγκρότηση του δεν είχε αλλαγές. Όμως οι πιο απαλές γραμμές του αμαξώματος (που συνδυάστηκαν με την κατάργηση των «εικονικών» πλαϊνών αεραγωγών), η πιο αεροδυναμική εμφάνιση, η τρίτη πίσω πόρτα και η ποικιλία των παραλλαγών στον εξοπλισμό, έδωσαν καινούργιο ενδιαφέρον στο Capri, για να ακολουθήσει το 1978 η τρίτη – και τελευταία – έκδοση. Με διπλά φανάρια εμπρός και διαφορετική μάσκα, εξελιγμένο φινίρισμα και όπως πάντα μεγάλη γκάμα κινητήρων, από τα 1,3 μέχρι τα 2,8 λίτρα ( από το 1981 ήταν διαθέσιμη και έκδοση turbo των 188 ίππων), η παραγωγή είχε επικεντρωθεί αποκλειστικά στο εργοστάσιο της Γερμανίας.
Παράλληλα, επειδή οι αγωνιστικές επιτυχίες υπήρχαν πάντα στο μυαλό των ανθρώπων της Ford , με την εμπλοκή του οίκου Weslake, η έκδοση RS2600 επέτρεψε στα Capri να πρωταγωνιστήσουν στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Αυτοκινήτων Τουρισμού εκείνης της εποχής.
Όμως με τις πωλήσεις να μειώνονται διαρκώς, αναπόφευκτα περιοριζόταν και ο όγκος της παραγωγής, με αποτέλεσμα το 1984 να κατασκευαστούν μόλις 16.000 αυτοκίνητα και το 1985 ακόμη λιγότερα. Έτσι η στιγμή του τέλους άρχισε να γίνεται ορατή και τελικά ήρθε στις 19 Δεκεμβρίου 1986, κλείνοντας έναν κύκλο 18 ετών με την κατασκευή 1.886.647 Capri όλων των παραλλαγών. Είναι αξιοσημείωτο ότι μετά τη διακοπή της παραγωγής του η ευρωπαϊκή Ford δεν διέθετε στη γκάμα της κάποιο αντίστοιχο μοντέλο ως αντικαταστάτη του.
Το ιδιαίτερο στυλ, η αξιοπιστία, αλλά και οι αγωνιστικές επιδόσεις, αποδείχθηκε ότι είχαν συνδυαστεί στο Capri με έναν τρόπο πέρα για πέρα αξιόλογο, με πολλούς αφοσιωμένους φίλους να θέλουν να κρατήσουν αξέχαστη μια ιστορία που ξεκίνησε πριν από 50 χρόνια.
Κείμενο: Μιχ. Γκαβέζος