Η ιστορία των αδελφών Hub και Wim van Doorne μπορεί να θυμίζει παραμύθι, είναι όμως πέρα για πέρα αληθινή. Γεννημένοι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα σε ένα μικρό χωριό της Ολλανδίας που είχε το (ασυνήθιστο) όνομα Αμερική, κατάφεραν να γίνουν σε νεαρή ηλικία ιδρυτές και ιδιοκτήτες της Van Doorne’s Automobiel Fabrieken, της μεγαλύτερης βιομηχανίας αυτοκινήτων της χώρας τους.
Ο Hub Van Doorne, έχοντας έμφυτες ικανότητες σε τεχνολογικές κατασκευές, δοκίμασε την τύχη του σε διάφορες δουλειές, μέχρις ότου κατέληξε σε ένα ζυθοποιείο. Μέσα σε ένα χρόνο, η προσφορά του στην εταιρία ήταν τέτοια, ώστε είχε το θάρρος να ζητήσει από τον εργοδότη του ένα χρηματικό δάνειο προκειμένου να δημιουργήσει το δικό του εργαστήριο και μάλιστα σε χώρο της εταιρίας. Έτσι, έχοντας πλέον μαζί του και τον αδελφό του Wim, ξεκινούσαν το 1928 την Van Doorne Machinefabriek.
Η εξέλιξη τους ήταν άμεση και μετά από ένα εξάμηνο απασχολούσαν 32 άτομα, σε δικό τους πλέον χώρο, όπου κατασκεύαζαν ειδικές ρυμουλκούμενες τροχήλατες άμαξες. Στην παγκόσμια οικονομική κρίση που ακολούθησε τόλμησαν να συνεχίσουν με το ίδιο αντικείμενο, υιοθετώντας όμως νέα υλικά και νέες κατασκευαστικές μεθόδους για μεγαλύτερη ακαμψία και μικρότερο βάρος. Το αποτέλεσμα όχι μόνον τους καθιέρωσε, αλλά τους βοήθησε να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν, μετονομάζοντας την εταιρία τους σε Van Doorne Aanhangwagen Fabriek και για συντομία DAF.
Με το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η αυξημένη ζήτηση για φορτηγά σε συνδυασμό με την ανάγκη εξοικονόμησης συναλλάγματος, κατεύθυναν την DAF στην παραγωγή ολοκληρωμένων πλέον οχημάτων, ενώ η κατασκευή και ενός επιβατικού αυτοκινήτου ήταν πλέον θέμα χρόνου.
Έτσι, το 1958, τριάντα χρόνια μετά την ίδρυση της εταιρίας, το Motor Show του Άμστερνταμ φιλοξενούσε το πρώτο επιβατικό αυτοκίνητο της DAF, έχοντας προηγηθεί κατά μερικές ημέρες μια ξεχωριστή παρουσίαση του στους δημοσιογράφους. Μολονότι εκείνη η συνάντηση αρχικά είχε εκληφθεί από τους καλεσμένους ως τυπική επαγγελματική υποχρέωση, με έκπληξη βρέθηκαν μπροστά σε ένα «πραγματικό» και όμορφο αυτοκίνητο μικρομεσαίων διαστάσεων, που διέθετε κάτι διαφορετικό : αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων(!). Οι αδελφοί Van Doorne, των οποίων οι επιχειρηματικοί συλλογισμοί δεν είχαν διαψευσθεί μέχρι τότε, είχαν εκτιμήσει ότι σε μια εποχή που όλοι οι κατασκευαστές προσπαθούσαν να αποκτήσουν μερίδιο αγοράς στη συγκεκριμένη κατηγορία, μόνον η επιπρόσθετη τεχνολογία θα μπορούσε να διασφαλίσει την βιωσιμότητα του δικού τους αυτοκινήτου. Έτσι, ξεχωρίζοντας από όλους τους άλλους, απεφάσισαν να προσφέρουν στον «μέσο» οδηγό κάτι που – εκείνη την εποχή – ήταν διαθέσιμο μόνον στα μεγαλύτερα (και ακριβότερα) αμερικάνικα αυτοκίνητα. Το αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων.
Η ιδέα για μια απλοποιημένη (και κατά συνέπεια οικονομική) αυτόματη μετάδοση της κίνησης, ήταν κάτι που είχε ήδη απασχολήσει τους Van Doorne πριν από χρόνια και εφόσον είχαν καταφέρει να την δημιουργήσουν, μπορούσαν να ετοιμάσουν και ένα αυτοκίνητο να την χρησιμοποιεί. Επρόκειτο για το σύστημα VARIOMATIC, που βασιζόταν στην αρχή της φυγόκεντρης δύναμης με άπειρο αριθμό μεταβλητών σχέσεων, προσδίδοντας έτσι και τον όρο της «αδιαβάθμητης αλλαγής ταχυτήτων».
Bέβαια η ιδέα δεν ήταν απολύτως νέα, αφού κάτι αντίστοιχο διέθεταν οι μοτοσυκλέτες Rudge-Whitworth μισό αιώνα νωρίτερα, ήταν όμως οι ικανότητες του Dr. Hub Van Doorne που έκαναν ένα γνωστό αλλά όχι (μέχρι τότε) πρακτικό σύστημα να γίνει αποτελεσματικό.
Όσον αφορά τον κινητήρα, αυτός ήταν αερόψυκτος, 4-κύλινδρος και επίπεδος, δοκιμαστικά με χωρητικότητα 400 κ.ε., που όμως σύντομα αυξήθηκαν στα 600. Το αμάξωμα ήταν απλής σχεδίασης, με δύο πόρτες και μπορούσε να φιλοξενήσει τέσσερα άτομα, διαθέτοντας και ικανοποιητικό πορτ-μπαγκάζ. Βέβαια, εύκολα θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς κάποιες σχεδιαστικές επιρροές από το Trabant 400, κάτι που ήταν δικαιολογημένο, αφού οι δοκιμές (κυρίως) του συστήματος VARIOMATIC είχαν πραγματοποιηθεί με ένα διασκευασμένο Trabant.
Την 1η Δεκεμβρίου 1956, ένα καμουφλαρισμένο πρωτότυπο ξεκινούσε για ένα εκτεταμένο πρόγραμμα δοκιμών, καλύπτοντας τουλάχιστον 1.000 χιλιόμετρα την ημέρα. Οι αδελφοί Van Doorne είχαν αποφασίσει να παρουσιάσουν το αυτοκίνητο τους χωρίς να είναι ολοκληρωμένη η γραμμή παραγωγής, λαμβάνοντας υπόψη το χρόνο που θα απαιτούνταν για την οργάνωση ενός δικτύου διανομής. Για άλλη μια φορά δικαιώθηκαν, αφού αντί για τον σχεδιασμένο αριθμό των 125 αντιπροσώπων, υπήρξαν 1.450 προτάσεις, ενώ κατά το δεκαήμερο του Auto Show στο Άμστερνταμ δόθηκαν 4.000 παραγγελίες, μόνον από την εσωτερική αγορά. Με δεδομένο όμως ότι η παραγωγική δυνατότητα της DAF δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει τις 100 μονάδες την ημέρα, κρίθηκε απαραίτητο να γίνει ένας επανασχεδιασμός των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού, μεταθέτοντας αναπόφευκτα και την ημερομηνία έναρξης της παραγωγής.
Τελικά, τα πρώτα αυτοκίνητα βγήκαν από το εργοστάσιο στις 23 Μαρτίου 1959 και παρά τα αναμενόμενα «προβλήματα νεότητας», μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1961 είχαν πουληθεί 30.000 αυτοκίνητα. Εκείνη την περίοδο παρουσιάστηκε η δεύτερη, βελτιωμένη σειρά του μοντέλου, με βασικότερη αλλαγή την αύξηση των κυβικών του κινητήρα στα 750 κ.ε. Η αποδοχή ήταν τέτοια ώστε επέτρεψε στην DAF να γιορτάσει τον Σεπτέμβριο του 1964 την παραγωγή του 100.000ου αυτοκινήτου της, ένα σημαντικό επίτευγμα, αν λάβει κανείς υπόψη όλες τις παραμέτρους και κυρίως το γεγονός ότι ήταν το πρώτο επιβατικό αυτοκίνητο που είχε κατασκευάσει μια εταιρία σε μια χώρα που δεν είχε ιδιαίτερη αυτοκινητιστική παράδοση. Το Daffodil συμπληρώθηκε από το ανανεωμένο “33”, που έμεινε στην παραγωγή μέχρι το 1975,ενώ στην περίοδο 1966-1975 κατασκευαζόταν παράλληλα και το σχεδιασμένο από τον Giovanni Michelotti μοντέλο “44”, με κινητήρα 850 κ.ε.
Ακολούθησαν οι σειρές “55”, “66” και “46”, μέχρις ότου το 1976 ο τομέας των επιβατικών αυτοκινήτων της DAF πέρασε στον πλήρη έλεγχο της Volvo. Η σουηδική εταιρία συνέχισε την παραγωγή τους με το δικό της πλέον σήμα, ενώ το ήδη έτοιμο από τους Ολλανδούς μοντέλο “77” επρόκειτο να κυκλοφορήσει από εκείνη τη χρονιά ως Volvo “343” .