Πέρασαν ακριβώς 50 χρόνια, από την άνοιξη του 1969, όταν η Fiat είχε παρουσιάσει ένα από τα πιο αξιόλογα και, όπως αποδείχθηκε, πιο εμπορικά μοντέλα της, το 128. Με δύο πολύ «βαριές» υπογραφές στη μηχανολογική και κατασκευαστική σχεδίαση του, αυτές του Dante Giacosa και του Aurelio Lampredi, εκτός από την άμεση αποδοχή του από το κοινό, είχε καταφέρει να κερδίσει από τους δημοσιογράφους και τον επίζηλο τίτλο “Car Of The Year” για το 1970.
Σε εφαρμογή μιας ήδη δοκιμασμένης τακτικής του εργοστασίου, ύστερα από δύο χρόνια κυκλοφορίας, η Fiat είχε παρουσιάσει την άνοιξη του 1971 και μια Coupe έκδοση του μοντέλου, στοχεύοντας σε ένα πιο νεανικό κοινό. Μια ιδέα που ήδη είχαν αρχίσει να λανσάρουν και άλλοι κατασκευαστές, συνδυάζοντας δίθυρο αμάξωμα, σπορ εμφάνιση, κάποια σπορ χαρακτηριστικά, αλλά και (εάν χρειαζόταν) την δυνατότητα μεταφοράς μιας τετραμελούς οικογένειας.
Στην προκειμένη περίπτωση οι υποψήφιοι αγοραστές μπορούσαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο παραλλαγές, τόσο σχετικά με τον κυβισμό του κινητήρα ( 1.116 ή 1.290 κ.ε.), όσο και στο επίπεδο του εξοπλισμού, που προσδιόριζε το αυτοκίνητο ως S ή SL. Η σπορ εμφάνιση συμπληρωνόταν από τα τύπου μπάκετ καθίσματα, το σπορ τιμόνι και την ανάλογη εμφάνιση του ταμπλώ με τέσσερα κυκλικά όργανα, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και στροφόμετρο.
Αποδείχθηκε όμως ένα εγχείρημα που δεν συνοδεύτηκε από τις προσδοκώμενες πωλήσεις, σε αντίθεση με την πορεία της βασικής έκδοσης, που πήγαινε από το καλό στο καλύτερο. Με δεδομένο λοιπόν ότι στην Ιταλία και μόνο, μέσα στην πρώτη πενταετία είχαν πουληθεί περισσότερα από δύο εκατομμύρια 128 ( ενώ παράλληλα το αυτοκίνητο κατασκευαζόταν ή συναρμολογούνταν σε άλλες 13 χώρες ), η Fiat πήρε την απόφαση να επανασχεδιάσει και να αναβαθμίσει το Sport Coupe, ώστε να επιχειρήσει μια νέα είσοδο σε αυτή την κατηγορία.
Μελετώντας τις πιο πρόσφατες τάσεις της αγοράς, οι υπεύθυνοι μάρκετινγκ του εργοστασίου είχαν κρίνει ότι το αυτοκίνητο θα έπρεπε να διαθέτει μια μεγάλη πίσω πόρτα, ώστε όχι μόνο να έχει τη δυνατότητα φιλοξενίας τεσσάρων ατόμων, αλλά να χωράει και τις αποσκευές τους, χωρίς όμως να αποβάλει τον χαρακτήρα ενός coupe. Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας παρουσιάστηκε στους δημοσιογράφους τον Ιούνιο του 1975 στην Βενετία και με τη νέα ονομασία του ως 3p (porte), κέρδισε αμέσως τις εντυπώσεις. Αναμφίβολα αποτελούσε σχεδιαστική καινοτομία για αυτοκίνητο της Fiat, με τη διαφορά όμως ότι πριν λίγους μήνες είχε προηγηθεί η «ομόσταβλη» Lancia με το (μεγαλύτερο και πολυτελέστερο) μοντέλο β-ΗΡΕ.
Όπως και στο προκάτοχο Sport Coupe, οι κινητήρες είχαν παραμείνει οι ίδιοι, στα 1,1 και 1,3 λίτρα, αποδίδοντας 65 και 73 ίππους αντίστοιχα, με τις ίδιες τελικές ταχύτητες, στα 150 και 160 χλμ/ώρα. Το αξιοσημείωτο ήταν ότι παρά την αύξηση της συμπίεσης (9,2:1 αντί 8,8:1 των παλαιότερων) οι κινητήρες ήταν οικονομικότεροι στην κατανάλωση σε όλο το εύρος των στροφών. Επίσης, με την τοποθέτηση νέου βραχίονα στήριξης και νέων ημιαξονίων, είχε περιοριστεί και ο θόρυβος τους.
Μολονότι οι εξωτερικές διαστάσεις του 3p είχαν παραμείνει ακριβώς οι ίδιες με αυτές του Sport Coupe, εν τούτοις ο νέος σχεδιασμός του αμαξώματος, με τα μεγαλύτερα πίσω πλαϊνά παράθυρα και την μεγάλη γυάλινη επιφάνεια της πίσω πόρτας, έδινε την εντύπωση ενός μεγαλύτερου αυτοκινήτου. Στο εσωτερικό βέβαια αυτό ήταν μια πραγματικότητα, αφού ο επανασχεδιασμός των καθισμάτων είχε συντελέσει ώστε ο χώρος των επιβατών όχι μόνον να δείχνει αλλά και να είναι πιο άνετος. Επιπλέον η δίχρωμη επένδυση των καθισμάτων, σε συνδυασμό συνθετικού δέρματος και καρώ υφάσματος, τόνιζε το νεανικό χαρακτήρα του αυτοκινήτου, ενώ ο βελτιωμένος εξαερισμός και η γενικότερη καλή ποιότητα κατασκευής αποτελούσαν ευχάριστες εκπλήξεις. Από την άλλη όμως, το ταμπλώ και η διάταξη των οργάνων είχαν παραμείνει ουσιαστικά τα ίδια και μόνο ο σχεδιασμός του τιμονιού ήταν διαφορετικός. Βέβαια, κάτω από το πίσω παράθυρο είχε τοποθετηθεί ως κάλυμμα των αποσκευών ένα μεγάλο (αφαιρούμενο) ράφι, ώστε με την αναδίπλωση των πίσω καθισμάτων να δημιουργείται χώρος για ογκώδη αντικείμενα. Επίσης, με πρόσθετη χρέωση, υπήρχε δυνατότητα παραγγελίας του αυτοκινήτου με φυμέ τζάμια και θερμαινόμενο το τζάμι της πίσω πόρτας, με προσκέφαλα στα εμπρός καθίσματα, με ζώνες ασφαλείας (εκείνη την εποχή δεν ήταν υποχρεωτική η χρήση τους) και με τροχούς από ελαφρύ μέταλλο. Εκτός όμως από όλα αυτά τα extra, προκειμένου να υποστηριχθούν ακόμη περισσότερο οι πωλήσεις, είχαν προστεθεί στον τυπικό κατάλογο των προσφερόμενων χρωμάτων του 128 και άλλα τρία εντελώς νέα : το «τροπικό πορτοκαλί», το «πράσινο της θάλασσας» και το «γαλάζιο της Αδριατικής».
Όπως αποδείχθηκε, η εμπορική πορεία του 3p δικαίωσε απόλυτα τους εμπνευστές του εγχειρήματος, προσφέροντας στην σπορ έκδοση του 128 πολλά περισσότερα από μια απλή παράταση «ζωής», αφού μέχρι το 1978, όταν ολοκληρώθηκε η παραγωγή του, κατασκευάστηκαν 330.000 αυτοκίνητα, συμπεριλαμβανόμενων όμως σε αυτό τον αριθμό και των Sport Coupe.
του Μιχάλη Γκαβέζου